- προτένθης
- ὁ, ἡ, Α1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαια) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή τής Δορπίαςβ) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές2. ως επίθ. α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρωνβ) άπληστος, λαίμαργοςγ) προγεύστης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τένθης «λαίμαργος»].
Dictionary of Greek. 2013.